στομώνω

στομώνω
στομώνω, στόμωσα, στομωμένος βλ. πίν. 3

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στομώνω — στομῶ, όω, ΝΜΑ [στόμα] βυθίζω πυρακτωμένο εργαλείο από σίδηρο σε νερό για να γίνει ανθεκτικότερο ή καλύπτω τις ακμές του με χάλυβα, κν. βάφω (α. «στομώνω την αξίνα» β. «ἔγχος ἐστομωμένον», επιγρ.) νεοελλ. 1. (αμτβ.) γίνομαι αμβλύτερος, λιγότερο… …   Dictionary of Greek

  • στομώνω — στόμωσα, στομωμένος, αμβλύνω την κόψη: Στόμωσες το μαχαίρι καθώς το χτύπησες πάνω στην πέτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμβλύνω — (Α ἀμβλύνω) Ι. ενεργ. 1. κάνω κάτι αμβλύ, στομώνω την κόψη ή την αιχμή του 2. ελαττώνω την οξύτητα, μετριάζω, εξασθενίζω ΙΙ παθ. 1. γίνομαι αμβλύς, χάνω την οξύτητα μου 2. εξασθενώ, μετριάζομαι αρχ. Ι ενεργ. (για το κρασί) ελαττώνω τη δύναμή του …   Dictionary of Greek

  • βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» …   Dictionary of Greek

  • εμφράσσω — (AM ἐμφράσσω, Α αττ. τ. ἐμφράττω, Μ και ἐμφράγνυμι και ἐμφράζω) φράζω, κλείνω, στομώνω κάτι με άλλο πράγμα, βουλλώνω («ἐξιέναι κωλύει τὸ θερμὸν ἐμφράττον τοὺς πόρους», Θεόφρ.) αρχ. μσν. 1. βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο για έμφραξη, χώνω 2. ματαιώνω …   Dictionary of Greek

  • καταμβλύνω — (Α) 1. κάνω κάτι απολύτως αμβλύ ή ασθενές, στομώνω 2. μτφ. επιφέρω κατάπτωση τών δυνάμεων, προκαλώ αθυμία …   Dictionary of Greek

  • παραμβλύνω — Α αμβλύνω, στομώνω σιγά σιγά …   Dictionary of Greek

  • στομώ — όω, ΜΑ βλ. στομώνω …   Dictionary of Greek

  • φαρμάσσω — και αττ. τ. φαρμάττω και μτγν. τ. φαρμάζω Α 1. εμβαπτίζω, βουτώ μέταλλο, κυρίως πυρακτωμένο σίδηρο, σε νερό, στομώνω, βάφω («ὡς δ ὅτ ἀνὴρ χαλκεὺς πέλεκυν... εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ μεγάλα φαρμάσσων», Ομ. Οδ.) 2. βάφω, χρωματίζω («λέγεται δὲ καὶ… …   Dictionary of Greek

  • αμβλύνω — υνα, ύνθηκα, υμμένος 1. στομώνω την κόψη ή την αιχμή κάποιου πράγματος: Η κόψη των μαχαιριών μας άμβλυνε και θέλουν ακόνισμα. 2. μειώνω την οξύτητα, εξασθενίζω: Το πέρασμα του καιρού άμβλυνε κάπως τον πόνο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”